ἀδυνάτου

ἀδυνάτου
ἀδύνατος
unable
masc/fem/neut gen sg
ἀ̱δυνάτου , ἀδυνατόω
debilitate
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀδυνατόω
debilitate
pres imperat act 2nd sg
ἀδυνατόω
debilitate
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τἀδυνάτου — ἀδυνάτου , ἀδύνατος unable masc/fem/neut gen sg ἀ̱δυνάτου , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδυνάτου , ἀδυνατόω debilitate pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • σου — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …   Dictionary of Greek

  • Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

  • μεγαρική σχολή — Φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας. Ανήκε στις λεγόμενες μικρότερες σωκρατικές σχολές, μαζί με τις σχολές των κυνικών και των κυρηναϊκών. Άνθησε τον 4o αι. π.Χ. και ιδρυτής της ήταν ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς. Συνεχιστές του έργου του υπήρξαν, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”